- ανθοπωλείο(ν)
- το цветочный магазин; цветочный киоск
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθοπωλείο — το κατάστημα στο οποίο πουλιούνται λουλούδια και διακοσμητικά φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοπώλης. Η λ. μαρτυρεί ται από το 1889 σε επιγραφή εργαστηρίου των Αθηνών] … Dictionary of Greek
ανθοπωλείο — το κατάστημα όπου πωλούνται λουλούδια: Τα ανθοπωλεία είναι ανοιχτά και την Κυριακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)